ξανθογονικός

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
φρ. «ξανθογονικό οξύ»
χημ. συνοπτική ονομασία ομάδας ασταθών οργανικών οξέων, που τα άλατά τους σχηματίζονται με επίδραση αλκοξειδίων σε διθειάνθρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική του αντιδάνειου γαλλ. xanthogenique (< ξανθός + γένος). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Οικονομίδη].