νυκτόχρους

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

νυκτόχρους: ουν, ἔχων τὸ χρῶμα τῆς νυκτός, (= νυκτίχρους), (Ὠριγ.) φιλοσοφούμ. ἔκδ. Mi σ. 3167.

Greek Monolingual

νυκτόχρους και νυκτίχρους, -ουν και -οος, -οον (ΑΜ)
αυτός που έχει το χρώμα της νύχτας, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + χροῦς «χρώμα», πρβλ. χιονό-χρους. Ο τ. νυκτί-χρους < νυκτι- του νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)].