ξεκαλοκαιριάζω
Greek Monolingual
1. περνώ το καλοκαίρι
2. διαμένω στην εξοχή κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, παραθερίζω
3.(ως τριτοπρόσ.) ξεκαλοκαιριάζει
τελειώνει η εποχή του καλοκαιριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)- + καλοκαιριάζω].
1. περνώ το καλοκαίρι
2. διαμένω στην εξοχή κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, παραθερίζω
3.(ως τριτοπρόσ.) ξεκαλοκαιριάζει
τελειώνει η εποχή του καλοκαιριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)- + καλοκαιριάζω].