καλοκαιριάζω

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

καλοκαίρι
1. παραθερίζω, περνώ το καλοκαίρι
2. απρόσ. καλοκαιριάζει
αρχίζει το καλοκαίρι, αρχίζουν οι καλές ημέρες, γίνεται καλός καιρός, καλοσυνεύει, καλοκαιρεύει.