καλοκαιριάζω

From LSJ

τὸ μὲν ἐστίχθαι εὐγενὲς κέκριται → being tattooed is esteemed a mark of nobility

Source

Greek Monolingual

καλοκαίρι
1. παραθερίζω, περνώ το καλοκαίρι
2. απρόσ. καλοκαιριάζει
αρχίζει το καλοκαίρι, αρχίζουν οι καλές ημέρες, γίνεται καλός καιρός, καλοσυνεύει, καλοκαιρεύει.