ξυλέλαιο

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Μ ξυλέλαιον)
νεοελλ.
ξηραινόμενο έλαιο που λαμβάνεται από τα σπέρματα και τον κορμό του δένδρου Αleurites cordata το οποίο ευδοκιμεί στην Κίνα και την Ιαπωνία και χρησιμοποιείται στην κατασκευή ελαιοχρωμάτων, βερνικιών
μσν.
ποσότητα ξύλου και ελαίου που διδόταν ως εισφορά, ως φόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + ἔλαιον.