εισφορά

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source

Greek Monolingual

η (AM εἰσφορά)
συμβολή σε μια δαπάνη ή έργο, έρανος
αρχ.
1. συγκομιδή
2. (για λέξη) εισαγωγή
3. εισήγηση, πρόταση
4. πληρωμή (ιδίως φόρων)
5. αναγκαστικός κτηματικός φόρος που επιβαλλόταν με ψήφισμα της εκκλησίας του δήμου σε πολίτες ή μετοίκους για την κάλυψη πολεμικών δαπανών.