εισφορά

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source

Greek Monolingual

η (AM εἰσφορά)
συμβολή σε μια δαπάνη ή έργο, έρανος
αρχ.
1. συγκομιδή
2. (για λέξη) εισαγωγή
3. εισήγηση, πρόταση
4. πληρωμή (ιδίως φόρων)
5. αναγκαστικός κτηματικός φόρος που επιβαλλόταν με ψήφισμα της εκκλησίας του δήμου σε πολίτες ή μετοίκους για την κάλυψη πολεμικών δαπανών.