ηεπένδυση δαπέδου ή τοίχου με ξύλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο +. στρώση (< στρώνω), πρβλ. λιθό-στρωση. Η λ., στον λόγιο τ. ξυλόστρωσις, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].