οβελίζω

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀβελίζω) οβελός
σημειώνω με οβελό, δηλαδή με μικρή οριζόντια γραμμή, με ή χωρίς βέλος (— ή —), έναν στίχο ή ένα χωρίο για δήλωση της μη γνησιότητας του
νεοελλ.
περνώ κάτι στον οβελό για να το ψήσω, σουβλίζω.