(ΑΜ ὀβελίζω) οβελόςσημειώνω με οβελό, δηλαδή με μικρή οριζόντια γραμμή, με ή χωρίς βέλος (— ή —), έναν στίχο ή ένα χωρίο για δήλωση της μη γνησιότητας τουνεοελλ.περνώ κάτι στον οβελό για να το ψήσω, σουβλίζω.