σημειώνω

From LSJ

τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound

Source

Greek Monolingual

σημειῶ, σημειόω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμειῶ Α σημεῖον
1. επιθέτω ή γράφω κάπου σημείο για αναγνώριση ή υπόμνηση (α. «σημείωσα όλα τα λάθη στο κείμενο» β. «ταῦτα γὰρ νῦν βεβημάτισται καὶ σεσημείωται κατὰ σταδίους», Πολ.)
2. υπολογίζω σοβαρά κάτι, λαμβάνω υπ' όψιν κάτι ως αξιοσημείωτο και αξιόλογο (α. «σημείωσε ότι πρέπει να φυλάγεσαι από αυτόν» β. «ὁ δῆμος φαίνηται τοὺς καλοὺς κάγαθοὺς τῶν ἀνδρῶν σημειούμενος»)
νεοελλ.
1. κρατώ σημειώσεις, καταγράφω γεγονότα, πληροφορίες, λογαριασμούς (α. «σημείωσα τη διεύθυνσή του» β. «σημείωσα τον αριθμό του αυτοκινήτου της» γ. «σημείωσα τα έξοδα του μήνα»)
2. σημαδεύω, τιμωρώ («να σέ σημειώσει ο Θεός»)
3. τονίζω, υπογραμμίζω, εξαίρωπρέπει να σημειωθεί η ιδιαίτερη συνεισφορά του στην ανάπτυξη του προγράμματος»)
4. έχω ορισμένο αποτέλεσμα, θετικό ή αρνητικό (α. «σημειώνω επιτυχία» — επιτυγχάνω
β. «σημειώνω πρόοδο» — προοδεύω
γ. «σημειώνω αποτυχία» — αποτυγχάνω)
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) σημειωμένος, -η, -ο
α) αυτός που έχει σωματικό ελάττωμα, ανάπηρος, σακάτης, μισερός
β) σημαδεμένος, μαρκαρισμένος
γ) γραμμένος, γραπτός, καταχωρισμένος
αρχ.
1. βάζω σφραγίδα, σφραγίζω
2. δίνω σήμα, σύνθημα
3. κάνω διάγνωση νόσου
4. (μέσ. και παθ.) σημειοῦμαι, -όομαι
α) κρατώ σημείωση για προσωπική μου χρήση, παρατηρώ
β) υπογράφω
γ) συμπεραίνω από κάποιο σημάδι
δ) γράφω σημειώσεις στο περιθώριο κειμένου
5. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ.) τὰ σεσημειωμένα
οι εξαιρέσεις.