ογκόπαγος

Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
τεράστιος πάγος που επιπλέει στις αρκτικές και ανταρκτικές θάλασσες, παγόβουνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος [Ι] + -πάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].