οτεράστιος πάγος που επιπλέει στις αρκτικές και ανταρκτικές θάλασσες, παγόβουνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος [Ι] + -πάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].