ὀθόνινος

Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

η, ον,

   A of fine linen, Luc.Alex.12, 15 ; πρόσωπον Pl.Com.142.

German (Pape)

[Seite 296] von Leinwand, Luc. Alex. 12, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ὀθόνῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ λεπτοῦ λινοῦ ὑφάσματος, πρβλ. πρόσωπον ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de linge fin.
Étymologie: ὀθόνη.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀθόνινος, -ίνη, -ον) οθόνη
κατασκευασμένος από λεπτό λινό ύφασμα, πάνινος, λινός
αρχ.
φρ. «ὀθόνινον πρόσωπον»
(στον Πλατ.) προσωπείο, προσωπίδα.