πάνινος

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source

Greek Monolingual

και πάννινος, -η, -ο παν(ν)ί
κατασκευασμένος από πανί («πάνινα παπούτσια»).