προσωπίδα
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
Greek Monolingual
η / προσωπίς, -ίδος, ΝΑ
το προσωπείο
νεοελλ.
1. ομοίωμα της μορφής ανθρώπου ή ζώου από χαρτόνι, ύφασμα ή άλλη ύλη
2. τεχνολ. προστατευτικό κάλυμμα του προσώπου ή και όλης της κεφαλής, το οποίο χρησιμοποιούν οι τεχνίτες διαφόρων επαγγελμάτων, όπως λ.χ. οι οξυγονοκολλητές, αλλ. μάσκα
3. (αθλ.) α) συσκευή που χρησιμοποιούν όσοι ασχολούνται με καταδύσεις και η οποία απομονώνει τη μύτη και τα μάτια ή και το στόμα από το νερό, αλλ. μάσκα
β) τύπος κράνους από δικτυωτό πλέγμα το οποίο καλύπτει και προστατεύει το πρόσωπο τών αθλητών ξιφασκίας ή τών παικτών τένις επί πάγου ή άλλων επικίνδυνων αθλημάτων
4. ιατρ. συσκευή που εφαρμόζεται στο πρόσωπο ασθενούς και κάνει δυνατή την εισπνοή οξυγόνου ή αναισθητικών αερίων
5. στρ. συσκευή εφοδιασμένη με διηθητική διάταξη που εφαρμόζεται το πρόσωπο και η οποία συγκρατεί τα επιβλαβή για τον οργανισμό αέρια, αλλ. μάσκα
αρχ.
το ποώδες φυτό άρκειον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπον + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. πορφυρίς)].
Translations
mask
Achi: k'ooj; Afrikaans: masker; Albanian: maskë; Amharic: ጭምብል; Arabic: قِناع, كِمامة; Egyptian Arabic: قناع, ماسك; Moroccan Arabic: ماسك; Armenian: դիմակ; Assamese: মুখা; Azerbaijani: maska; Bashkir: битлек, маска; Belarusian: маска; Bengali: মাস্ক; Bulgarian: маска; Burmese: မျက်နှာဖုံး; Catalan: màscara, careta; Cherokee: ᎠᎬᏚᎶ; Chinese Mandarin: 面具, 面罩; Classical Nahuatl: xāyacatl; Czech: maska; Danish: maske; Dutch: masker; Erzya: чамакс; Esperanto: masko; Estonian: mask; Etruscan: phersu; Faroese: gríma, gekkaskortur, maska; Finnish: naamari, naamio, maski; French: masque; Fula Adlam: 𞤸𞤵𞥅𞤪𞤭𞤪𞤣𞤵 𞤴𞤫𞥅𞤧𞤮; Roman: huurirdu yeeso; Galician: máscara; Georgian: ნიღაბი, მასკა, პირბადე; German: Maske; Greek: μορμολύκειο, προσωπείο, προσωπίδα, μάσκα; Ancient Greek: μορμολύκειον, προσωπεῖον, προσωπίς; Hebrew: מַסֵּכָה, צָעִיף; Hindi: मुखौटा, मास्क, नक़ाब; Hungarian: maszk, álarc; Icelandic: gríma; Indonesian: topeng, masker, kedok; Irish: púic, masc; Italian: maschera, mascherina; Japanese: 仮面, 覆面, お面, マスク, 面形; Kazakh: маска; Khmer: ក្បាំងមុខ, ម៉ាសក៍, ប៉ាន, ឧណ្ហីស; Korean: 마스크, 가면(假面); Kyrgyz: маска; Lao: ໜ້າກາກ; Latin: persona, masca; Latvian: maska; Lithuanian: kaukė; Macedonian: маска; Malay: topeng, kedok, penutup muka, pelitup; Maori: ārai kanohi; Mongolian Cyrillic: баг, маск; Mòcheno: lòrf; Norman: vîsagiéthe; Norwegian Bokmål: maske; Nynorsk: maske; Occitan: masca; Old English: grīma; Old Norse: gríma; Pashto: نقاب; Persian: ماسک, نقاب; Plautdietsch: Frauz; Polish: maska, maseczka; Portuguese: máscara; Romagnol: mascaréna; Romanian: mască; Russian: маска, личина; Samoan: ufimata; Scottish Gaelic: sgàile, masg, aghaidh-choimheach, brat-gnùise; Serbo-Croatian Cyrillic: кри̑нка, ма̀ска, кра̀буља, ли̏чина, о̀бразина; Roman: krȋnka, màska, kràbulja, lȉčina, òbrazina; Slovak: maska; Slovene: krinka, maska; Spanish: máscara, mascarilla; Swahili: barakoa; Swedish: mask; Sylheti: ꠢꠥꠙꠣ; Tajik: ниқоб; Thai: หน้ากาก; Tibetan: འབག; Turkish: maske; Turkmen: maska; Ukrainian: маска; Urdu: ماسک, نقاب; Uyghur: نىقاب, ماسكا; Uzbek: maska, niqob; Vietnamese: mặt nạ; Volapük: maskar; Walloon: fås vizaedje, masse; Welsh: mwgwd; Yiddish: מאַסקע