ὀκλαδόν
English (LSJ)
Adv.
A with bent hams, in crouching, cowering posture, A.R.3.122, Nonn.D.1.358, al.; cf ὀκλάξ.
German (Pape)
[Seite 315] mit gebogenen Knieen kauernd, hockend, ἧστο, Ap. Rh. 3, 122.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκλᾰδόν: Ἐπίρρ., μὲ κεκαμμένα τὰ σκέλη, «γονατιστά», Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 122· ὡσαύτως ὀκλάξ, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
(Α ὀκλαδόν)
επίρρ. με κεκαμμένα τα σκέλη, γονατιστά
νεοελλ.
με τα πόδια σταυρωτά, ανακούρκουδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκλάζω + επιρρμ. κατάλ. –αδόν (πρβλ. μετωπ-αδόν)].