ὀκλαδόν

Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

Adv.

   A with bent hams, in crouching, cowering posture, A.R.3.122, Nonn.D.1.358, al.; cf ὀκλάξ.

German (Pape)

[Seite 315] mit gebogenen Knieen kauernd, hockend, ἧστο, Ap. Rh. 3, 122.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκλᾰδόν: Ἐπίρρ., μὲ κεκαμμένα τὰ σκέλη, «γονατιστά», Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 122· ὡσαύτως ὀκλάξ, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

ὀκλαδόν)
επίρρ. με κεκαμμένα τα σκέλη, γονατιστά
νεοελλ.
με τα πόδια σταυρωτά, ανακούρκουδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκλάζω + επιρρμ. κατάλ. –αδόν (πρβλ. μετωπ-αδόν)].