οἰσυουργός

Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

όν,

   A working in osier-twigs, Eup.433.

Greek (Liddell-Scott)

οἰσυουργός: -όν, (*ἔργω)= τῷ προηγ. «τὸν οἰσυοπλόκον οἰσυουργὸν καλεῖ Εὔπολις» Πολυδ. Ζ΄, 176.

Greek Monolingual

οἰσυουργός, -όν (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που κατασκευάζει διάφορα σκεύη με κλαδιά λυγαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύα «το φυτό λυγαριά» + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. λιν-ουργός].