οκτάκλινος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀκτάκλινος, -ον)
(για δωμάτιο) αυτός που χωρεί ή περιλαμβάνει οκτώ κλίνες («οκτάκλινη αίθουσα νοσοκομείου»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το οκτάκλινο
δωμάτιο με οκτώ κλίνες
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. αίθουσα φαγητού με οκτώ κλίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -κλινος (< κλίνη), πρβλ. τρί-κλινος].