ολέτης
Greek Monolingual
ὀλέτης, ὁ, θηλ. ὀλέτις (Α)
ολετήρας, καταστροφέας, εξολοθρευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ολε- (βλ. όλλυμι, πρβλ. ὄλε-θρος, ὤλεσ-α) + κατάλ. -της (πρβλ. ερέ-της)].
ὀλέτης, ὁ, θηλ. ὀλέτις (Α)
ολετήρας, καταστροφέας, εξολοθρευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ολε- (βλ. όλλυμι, πρβλ. ὄλε-θρος, ὤλεσ-α) + κατάλ. -της (πρβλ. ερέ-της)].