ολετήρας
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
Greek Monolingual
ο, θηλ. ολέτειρα (ΑΜ ὀλετήρ, -ῆρος, θηλ. ὀλέτειρα)
1. καταστροφέας, εξολοθρευτής
2. αυτός που φονεύει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ολε- (βλ. όλλυμι) + επίθημα -τήρ, (πρβλ. γεννετήρ)].