ὀλεσίπτολις

Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A city-destroying, Tryph.453,683.

German (Pape)

[Seite 319] Städte zerstörend, Tryphiod. 453. 683.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλεσίπτολις: ὁ, ἡ, ὁ καταστρέφων τὰς πόλεις, Τρυφιόδωρ. (γραπτέον Τριφ-) 453. 683.

Greek Monolingual

ὀλεσίπτολις, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει την πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι- του ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + πτόλις, επικ. τ. της λ. πόλις.