ὁμήθης, -ες (Α)1. αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα με κάποιον άλλο2. (για τόπο) ο συνήθης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ἦθος (πρβλ. ευ-ήθης, κακο-ήθης)].