ομήθης

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source

Greek Monolingual

ὁμήθης, -ες (Α)
1. αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα με κάποιον άλλο
2. (για τόπο) ο συνήθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ἦθος (πρβλ. ευήθης, κακοήθης)].