-η, -ο (ΑΜ ὁμόθρονος, -ον)αυτός που μοιράζεται τον ίδιο θρόνο με άλλον («Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + θρόνος (πρβλ. χρυσό-θρονος)].