ομόθρονος

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμόθρονος, -ον)
αυτός που μοιράζεται τον ίδιο θρόνο με άλλον («Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + θρόνος (πρβλ. χρυσόθρονος)].