ὁμολογητικός

Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for confessing: Adv. -κῶς, ὀμνύειν Eust. 233.40.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμολογητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὁμολογίαν. ― Ἐπίρρ. -κῶς. Εὐστ. 233. 41.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ὁμολογητικός, -ή, -όν) ομολογητής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομολογία ή στον ομολογητή
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμολογητικόν
επιβεβαίωση, επικύρωση.
επίρρ...
ὁμολογητικῶς (Μ)
με ομολογητικό τρόπο, όπως ο ομολογητής.