ομολογητής
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὁμολογητής, θηλ. ὁμολογήτρια) ομολογώ
1. χριστιανός που ομολόγησε την πίστη του με παρρησία και καταδιώχθηκε γι' αυτήν, αλλά δεν υπέστη μαρτυρικό θάνατο («μνήμη τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν καὶ ὁμολογητοῦ Θεοδώρου», Μηναί.)
2. ορθόδοξος χριστιανός που καταδιώχθηκε από αιρετικούς