ὀνίας

Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

English (LSJ)

ου, ὁ, a sea-fish, a kind of

   A scarus, perh. Smaris vulgaris, Nic. Thyat. ap. Ath.7.320c.

German (Pape)

[Seite 347] ὁ, eine eselgraue Art des Seefisches Skarus, Ath. VII, 320 c.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνίας: -ου, ὁ, εἶδος σκάρου (scarus) κληθέντος οὕτως ἐκ τοῦ χρώματος, Ἀθήν. 320C, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 99.

Greek Monolingual

ὀνίας, ὁ (Α)
είδος ψαριού, πιθ. σκάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + επίθημα -ίας (πρβλ. ακανθ-ίας, καρχαρ-ίας)].