ὁμοφράδμων, -ον (Α)αυτός που έχει την ίδια γνώμη με άλλον, ομόγνωμος, σύμφωνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + φράδμων (< φράζω «μιλώ, εξηγώ»), πρβλ. κακο-φράδμων, πολυ-φράδμων.