ὁμοφράδμων
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ὁμοφράδμον, gen. ονος, of the same mind, Lyr.Adesp.138.4.
German (Pape)
[Seite 341] ον, = Vorigem, p. bei Plat. Ep. I, 310 a.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοφράδμων: 2, gen. ονος говорящий одно и то же, единодушный, согласный (ἀγαθῶν ἀνδρῶν νόησις Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοφράδμων: -ον, = ὁμοφραδής, Ποιητὴς παρὰ Πλάτ. ἐν Ἐπιστ. 310Α.
Greek Monolingual
ὁμοφράδμων, -ον (Α)
αυτός που έχει την ίδια γνώμη με άλλον, ομόγνωμος, σύμφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + φράδμων (< φράζω «μιλώ, εξηγώ»), πρβλ. κακο-φράδμων, πολυ-φράδμων.