ονύχιον

Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(I)
ὀνύχιον, τὸ (Α) [όνυξ, -υχος (Ι)]
1. (για όρνεο) νύχι μικρού μεγέθους, νυχάκι
2. η χηλή του χοίρου
3. πάθηση του κερατοειδούς τών οφθαλμών κατά την οποία επέρχεται διαπύηση και αποσκλήρωση που εμφανίζει την εικόνα νυχιού
4. φρ. «σκόρδων ὀνύχια» — οι σκελίδες τών σκόρδων.———————— (II)
ὀνύχιον, τὸ (Α) [όνυξ, -υχος (II)]
είδος ημιπολύτιμου λίθου.