ὀξύφρων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)1. οξύνους, έξυπνος2. δόλιος, πανούργος, πονηρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].