ὀξύχειρ, -χειρος, ὁ, ἡ (Α)1. μτφ. εριστικός, φιλόνικος («ὀξύχειρ κοὐκ ἐγκρατής», Νικόμ.)2. φρ. «ὀξύχειρι σὺν κτύπῳ» — με γρήγορο χτύπο τών χεριών κατά τον θρήνο, (Αισχύλ.)[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + χείρ, χειρός (πρβλ. μαλακό-χειρ)].