οξύχειρ

From LSJ

Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466

Greek Monolingual

ὀξύχειρ, -χειρος, ὁ, ἡ (Α)
1. μτφ. εριστικός, φιλόνικοςὀξύχειρ κοὐκ ἐγκρατής», Νικόμ.)
2. φρ. «ὀξύχειρι σὺν κτύπῳ» — με γρήγορο χτύπο τών χεριών κατά τον θρήνο, (Αισχύλ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + χείρ, χειρός (πρβλ. μαλακόχειρ)].