ο (Α ὁπλοφύλαξ)ο υπεύθυνος για τη φύλαξη τών όπλωναρχ.προσωνυμία του Ηρακλέους στη Σμύρνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + φύλαξ (πρβλ. σωματο-φύλαξ)].