οπλοφύλακας

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219

Greek Monolingual

ο (Α ὁπλοφύλαξ)
ο υπεύθυνος για τη φύλαξη τών όπλων
αρχ.
προσωνυμία του Ηρακλέους στη Σμύρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + φύλαξ (πρβλ. σωματοφύλαξ)].