ὀρνεοτρόφος

Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

English (LSJ)

ον,

   A = ὀρνιθοτρόφος, Cat.Cod.Astr.1.166, BGU 725.7 (615 A. D.).

German (Pape)

[Seite 382] = ὀρνιθοτρόφος (?).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνεοτρόφος: -ον, = ὀρνιθοτρόφος, Ψευδο-Χρυσ. τ. 10, σ. 998Β.

Greek Monolingual

ὀρνεοτρόφος, -ον (Α)
αυτός που εκτρέφει πτηνά, πτηνοτρόφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο-τρόφος].