ὀρνιθοτρόφος

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρνιθοτρόφος Medium diacritics: ὀρνιθοτρόφος Low diacritics: ορνιθοτρόφος Capitals: ΟΡΝΙΘΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: ornithotróphos Transliteration B: ornithotrophos Transliteration C: ornithotrofos Beta Code: o)rniqotro/fos

English (LSJ)

ὁ, bird-keeper, DS. 1.74, Cat.Cod.Astr. 8(4).216 (both pl.).

German (Pape)

[Seite 383] Vögel, bes. Hühner fütternd, haltend, Schol. Ar. Pax 1003 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit des oiseaux, particul. qui élève des poules.
Étymologie: ὄρνις, τρέφω.

Russian (Dvoretsky)

ὀρνῑθοτρόφος:птицевод, куровод Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνῑθοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων πτηνά, Διόδ. 1. 74.

Greek Monolingual

-ο (Α ὀρνιθοτρόφος, -ον)
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ορνιθοτρόφος
άτομο που εκτρέφει και εμπορεύεται όρνιθες, πτηνοτρόφος
αρχ.
αυτός που ασχολείται με την εκτροφή και την αναπαραγωγή ορνίθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. θηριοτρόφος].

Greek Monotonic

ὀρνῑθοτρόφος: -ον (τρέφω), αυτός που εκτρέφει πουλιά, πτηνοτρόφος.

Middle Liddell

ὀρνῑθο-τρόφος, ον, τρέφω
keeping birds.