Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πτηνοτρόφος

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander

Greek Monolingual

ο, η, Ν
αυτός που ασχολείται συστηματικά με την εκτροφή και αναπαραγωγή πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνό + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνοτρόφος].