πτηνοτρόφος
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
Greek Monolingual
ο, η, Ν
αυτός που ασχολείται συστηματικά με την εκτροφή και αναπαραγωγή πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνό + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνοτρόφος].