ορογλοβουλίνη

Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
(βιοχ.) άλλη ονομασία της οροσφαιρίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. serum globulin < λατ. serum «ορός» (βλ. λ. ορός) + γλοβουλίνη].