η(βιοχ.) άλλη ονομασία της οροσφαιρίνης.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. serum globulin < λατ. serum «ορός» (βλ. λ. ορός) + γλοβουλίνη].