ορτσάρισμα

Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το ορτσάρω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ορτσάρω, η στροφή, η κίνηση του πλοίου προς το ρεύμα του ανέμου ώς τη γωνία πέρα από την οποία τα πανιά παύουν να δέχονται τον άνεμο.