ορτσάρω

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265

Greek Monolingual

1. οδηγώ ιστιοφόρο προς τη φορά του ανέμου («ορτσάρισε, ορτσάρισε, / τον κάβο καβαντζάρισε», δημ. τραγούδι)
2. (για ιστιοφόρο πλοίο) προσάγομαι προς την κοίτη του ανέμου («ορτσάρισε, μπρατσέρα μου, / να φέρεις τον αέρα μου», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. orzare].