ὀρυκτήρ, -ῆρος, ὁ, Μ θηλ. ὀρυκτρίς (Α)εργάτης ορυχείου, μεταλλωρύχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρύσσω + επίθημα -τήρ / -τρίς (πρβλ. πρακ-τήρ)].