ορυκτήρ

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source

Greek Monolingual

ὀρυκτήρ, -ῆρος, ὁ, Μ θηλ. ὀρυκτρίς (Α)
εργάτης ορυχείου, μεταλλωρύχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρύσσω + επίθημα -τήρ / -τρίς (πρβλ. πρακτήρ)].