ὀρώδης

Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

English (LSJ)

ες, (ὄρος)

   A mountainous, EM208.4.    II (ὀρός) like whey, serous, Thphr.CP5.9.7, Gal.UP14.13, cf. 6.765 K. [Freq. ὀρρ- in codd.]

German (Pape)

[Seite 390] ες, 1) (ὄρος) bergartig, gebirgig, VLL, – 2) (ὀρός) molkenartig, molkig, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρώδης: -ες, (ὄρος) ὀρεινός, ἀντὶ ὀροειδής, Ἐτυμολ. Μέγ. 208. 4.

Greek Monolingual

(I)
και ορρώδης, -ες (Α ὀρώδης και ὀρρώδης, -ῶδες) ορός
αυτός που μοιάζει με ορό
νεοελλ.
ιατρ. αυτός που αποτελείται ή παράγει υγρό που μοιάζει με τον ορό του αίματος (α. «ορώδες εξίδρωμα» β. «ορώδης μηνιγγίτιδα»).———————— (II)
ὀρώδης, -ῶδες (Α) [όρος (II)]
ορεινός, βουνήσιος.