ὀστρακοφορῶ, -έω (Α)ψηφίζω με όστρακα, συμμετέχω σε ψηφοφορία για οστρακισμό, για εξορία κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + -φορῶ (< -φόρος < φέρω), πρβλ. ψηφο-φορώ].