οστρακοφορώ

Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ὀστρακοφορῶ, -έω (Α)
ψηφίζω με όστρακα, συμμετέχω σε ψηφοφορία για οστρακισμό, για εξορία κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + -φορῶ (< -φόρος < φέρω), πρβλ. ψηφο-φορώ].