οστρακοφορώ

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source

Greek Monolingual

ὀστρακοφορῶ, -έω (Α)
ψηφίζω με όστρακα, συμμετέχω σε ψηφοφορία για οστρακισμό, για εξορία κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + -φορῶ (< -φόρος < φέρω), πρβλ. ψηφοφορώ].