ούπω

Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

οὔπω και οὔ πω και ιων. τ. οὔκω)
επίρρ. όχι ακόμη, ακόμη δεν
νεοελλ.
φρ. α) «ούπω καιρός» — δεν είναι ακόμη ο καιρός
β) «όσον ούπω» — βλ. οσονούπω
αρχ.
(χρησιμοποιείται ως επιτ. αρνήσεως) με κανέναν τρόπο, διόλου.