οσονούπω

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

και όσον ούπω (Α ὁσονούπω)
επίρρ. εντός ολίγου, όπου νά 'ναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσον, ουδ. της αντων. ὅσος + επίρρ. οὔπω.