ὀτοτύζω (Α) οτοτοί1. κράζω, ξεφωνίζω οτοτοί, θρηνώ μεγαλόφωνα, ολοφύρομαι2. παθ. ὀτοτύζομαιθρηνούμαι, μέ θρηνούν («ὀτοτύζεται δ' ὁ θνῄσκων», Αισχύλ.).