ὀφθάλμιος, -ον (Α) οφθαλμός1. ο σχετικός με τους οφθαλμούς2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀφθάλμιαα) η περιοχή τών οφθαλμώνβ) μαρμάρινη, ξύλινη ή μεταλλική παράσταση οφθαλμών ως ανάθημα.