Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ὀχετόκρανον, τὸ (Α)το ακραίο τμήμα οχετού, από όπου εκχέεται το νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχετός + κρανίον (πρβλ. κιονό-κρανον), βλ. λ. κρανίο].